8 Νοε 1912 | Η άγια μέρα της απελευθέρωσης

08/11/2011 - 10:07 Τελευταία τροποποίηση στις 08/11/2011 - 11:28

Γράφει ο Βασίλης Πλάτανος

Η Λέσβος, τ’ όμορφο νησί, τραγουδισμένο από τη Σαπφώ, τον Αλκαίο, τον Τέρπανδρο, κάθε χρόνο στις 8 Νοέμβρη, στη γιορτή για τους Αρχάγγελους Μιχαήλ και Γαβριήλ, γιορτάζει την επέτειο της απελευθέρω­σής της, που έγινε από τα ελληνικά στρατεύματα και ναυτικό την ίδια μέρα στα 1912, από τον τουρκικό ζυγό. Το ελληνικό πολεμικό ναυτικό έπαιξε πρωτεύ­οντα ρόλο στην ιστορική αυτή στιγμή της Λέσβου.

Χάραζε ξημέρωμα την 8η Νοέμβρη 1912. Μια χαραυ­γή που φώτιζε καινούργιες μέρες για τη Λέσβο και σκορπούσε το σκοτάδι από σκλαβιά πέντε αιώνες. Ο λαμπερός ήλιος με τη λευτεριά αστραφτοκοπούσε πά­νω στ’ ατσάλινα καράβια μας, που σχίσανε τα γαλανά νερά στ’ αρχιπέλαγος ξεπροβάλανε ξαφνικά τη βλογημένη κείνη χρυσαυγή κάτω από τα λεσβιακά κάστρα, τα δεσποτικά και τα γενοβέζικα. Από πάνω τους πε­τούσανε λειτουργικά πνεύματα από μυστήριο, τελετάρχες στη βουλή από το Μεγαλοδύναμο, οι γιορταζόμενοι κείνη τη μέρα Ταξιάρχες Αρχιστράτηγοι στις Δυνάμεις τ’ Ουρανού, Μιχαήλ και Γαβριήλ.

Απόφαση από την τότε ελληνική κυβέρνηση, από τις πρώτες μέρες στο Βαλκανικό Πόλεμο, ήτανε να καταλάβει τη Λέσβο και τη Χίο. Αλλά, στα δυο αυτά αιγαιοπελαγίτικα νησιά, οι Τούρκοι, από τον καιρό στον Ιταλοτουρκικό Πόλεμο, είχανε βάλει σοβαρές αμυντικές δυνάμεις και κάνανε διάφορα αμυντικά έργα, ώστε έπρεπε να υπάρξουνε πολύ μαχητικές δυνάμεις για την κατάληψή τους.

Ένα αντάρτικο σώμα

Αλλά, ο πατριωτισμός από τους Λέσβιους ήτανε τόσο μεγάλος και ο πόθος για τη λευτεριά είχε ανάψει τέτοια φλόγα μέσα τους, ώστε έγινε ένα αντάρτικο σώμα, η Λεσβιακή Φάλαγγα με αρχηγό το λοχαγό Δρίτσα και υπαρχηγό τον επιλοχία Εμμ. Μαρινάκη, κι έτσι απελευθερώθηκε πιο μπροστά η Λέσβος απ’ ό,τι λογαριαζότανε.

Το αντάρτικο σώμα με τους πρόκριτους στο νησί στείλανε με καΐκι αντιπροσωπεία στο ναύαρχο Κουντουριώτη που βρισκότανε στη Λήμνο και τον παρακαλούσανε να καταλάβει πιο γρήγορα τη Λέσβο. Ο ναύαρχος, ύστερ’ απ’ αυτή την ενέργεια από τους Λεσβίους, συντόμεψε την κατάληψη, που έγινε με τούτα τα καθέκαστα, όπως τα διηγούνται αντάρτες και πολεμιστές σε κείνο τον καιρό.

Ένα άγημα, πλήρωμα ναυτικό, από 250 πεζοναύτες, με αρχηγό τον υποπλοίαρχο Κώστα Μελά, αδερφός του Μακεδονομάχου Παύλου, ανέβηκε στο θωρηκτό «Αβέρωφ» και στο επίτακτο «Πέλοψ», μαζί με την αντιπροσωπεία από Λέσβιους, από τη Λήμνο το πρωί, στις 7 Νοέμβρη. Στο «Πέλοψ» ανέβηκαν επίσης και δυνάμεις που μαζεύτηκαν από το Αγιονόρος, τη Λήμνο, μαζί μ’ ένα ουλαμό από αποβατικά πυροβόλα και δυο πολυβόλα «Μαξίμ».

Στο ναύαρχο Κουντουριώτη στάλθηκε κι ένα τάγ­μα πεζικό, που έγινε από τα μόνιμα του 1ου και 7ου συντάγματα πεζικά, με 15 αξιωματικούς, 1.019 οπλίτες και δυο πολυβόλα. Η δύναμη αυτή ανέβηκε στα επίτακτα πλοία «Καλουτάς» και «Ισμήνη» στις 6 Νοέμβρη 1912 από τον Πειραιά κι έπρεπε το πρωί, στις 8 Νο­έμβρη, να έχουνε φθάσει στη Μυτιλήνη, στο ναύαρχο.

Τελευταία νύχτα σκλαβιάς

Τη νύχτα, από 7 προς 8 Νοέμβρη, ο στόλος ταξίδευε από τη Λήμνο προς τη Λέσβο. Το χαρούμενο άγγελμα το ‘φερε στον αείμνηστο μητροπολίτη Κύριλλο, στο γαλλικό προξενείο και στο Θρασύβουλο Μελανδινό, ο μηχανικός Γιάννης Σκυβαλάκης, παιδί από τη λεβεντογέννα Κρήτη. Ήταν 11:30 ώρα τη νύχτα. Μια ώρα πρωτύ­τερα το αντιτορπιλικό «Νίκη» είχε αποβιβάσει σ’ ένα λεσβιακό κατάγιαλο, ανάμεσα στα Βυρσοδεψεία και στην Παναγιούδα τους αγγέλους με το πιο ελπιδοφόρο μήνυμα, τον ερχομό του στόλου το πρωί για την απελευθέρωση.

Από στόμα σε στόμα η χαρμόσυνη είδηση ξεσήκωσε το λεσβιακό λαό στο πόδι από τα χαράματα προς την παραλία, στο Κιόσκι, στο Μώλο, απ’ όπου έβλεπε τα φωτισμένα πλοία όλο και να πλησιάζουν. Οι αμύητοι φανταζόντανε το στόλο αγγλικό ή ιταλικό και μόνο σαν υψώθηκε στις 6 το πρωί πάνω στο θρυλικό «Αβέρωφ» και στα υπόλοιπα καράβια η γαλανόλευκη, ξεσπάσανε σε μια μεγάλη εκδήλωση με χαρά συγκίνηση κι ενθουσιασμό, τέτοια που δεν περιγράφεται. Δάκρυα, αγκαλιάσματα, φιλιά, κραυγές, «Χριστός Ανέστη», η Λέσβος αναστήθηκε!

Μπροστά στο καστράκι, στο σημερινό άγαλμα Ελευθερίας, ήτανε παραταγμένος ο στόλος μ’ επικεφαλής τον «Αβέρωφ», και τα πολεμικά πλοία: «Ύδρα», «Σπέτσες», «Ψαρά», θωρηκτά. «Νέα Γενεά», «Θύελλα», «Νίκη», «Ασπίς», «Βέλος», «Ιέραξ», αντιτορπιλικά. Αριθμ. 14 και 15, τορπιλοβόλα. «Κανάρης», «Μακεδονία», «Πέλοψ», «Καλουτάς», «Ισμήνη», «Εσπερία», οπλιταγωγά.

Η καμπάνα στη λεσβιακή μητρόπολη σημαίνει για τον όρθρο στους Ταξιάρχες, τον όρθρο στη λευτεριά. Από τη μεριά στο κάστρο, ακούγεται το τελευταίο σάλπισμα στον τουρκικό στρατό. Οι Τουρκαλάδες ξυπνάνε τρομαγμένοι και δεν πιστεύανε στα μάτια τους, ούτε στ’ ανακοινωθέντα την προηγούμενη, για να γιορτάσουνε μ’ ευχαρίστηση το κουρμπάν μπαϊράμ τους. Τ’ ανακοινωθέντα μιλούσανε για την καταστροφή που πάθαν οι Βούλγαροι στην Τσατάλτζα, για νίκες του τουρκικού στρατού στη Μακεδονία. Οι πολίτσες (αστυνομικοί) άφαντοι, τα καρακόλια (αστυνομικά τμήματα) κλειστά.

Στον «Αβέρωφ»…

Άξαφνα, δυο σήματα υψωθήκανε στο πλωριό κατάρτι στο «Αβέρωφ» και μια κίνηση προχωρητική προς το καστράκι, όταν αντήχησε για πρώτη φορά από τα χάλκι­να όργανα στην μπάντα το «Μαύρ’ ειν’ η νύχτα στα βου­να». Άντρες, γυναίκες, παιδιά αλληλοφιλιούνται, κλαίνε, ξετρελαίνονται, πυροβολούνε με χαρά κι ενθουσια­σμό. Πολλοί πετούνε στη θάλασσα τα καπέλα τους κι άλλοι πέφτουνε για να πάνε με κολύμπι και να φιλήσουνε τα πολεμικά μας. Ένας γέρος Τούρκος, Κομίτης τ’ όνομά του, καθώς κραύγαζε «ζήτω η Ελλάδα», πυροβο­λήθηκε και σκοτώθηκε από φανατισμένο αστυνομικό, κι έτσι χύθηκε το πρώτο αίμα για τη λευτεριά στη Λέσβο.

Στου Τούρκου νομάρχη το σπίτι Εκρέμ βέη, ύστερα από πρόσκλησή του, συσκέπτονται ο Τούρκος διοικητής Αρμένιος Εράμ βέης, ο Μουφτής (δικαστής), ο Τούρκος στρατιωτικός διοικητής χιλίαρχος Αβδούλ Γκανή βέης, ο μητροπολίτης Κυριλλος, ο δήμαρχος Β.Π. Βασιλείου, οι πρόξενοι, οι δημογέροντες και πρόκριτοι Τούρκοι. Όλοι συμφωνούνε στην παράδοση εκτός από τον χιλίαρχο, που τον κάνει προσωπικά υπεύθυνο για κάθε ενδεχόμενη καταστροφή ο Γ. Ράλλης, από μέρους του Άγγλου πρόξενου Άτκινσον.

Είναι 8:30 η ώρα πρωί και κάτω από τους ήχους με εμβατήρια από τη μουσική «Αβέρωφ», μια ατμάκατος με άσπρη σημαία μπροστά και τη γαλανόλευκη στην πρύμνη, σκίζει τα γαλήνια νερά στο λιμάνι, αλλά στ’ αφρισμέ­να κύματα από το ενθουσιασμένο πλήθος, αράζει στην αποβάθρα. Ανεβαίνει, συνοδευόμενος από άλλο αξιωματικό ο έφεδρος ανθυποπλοίαρχος Βασίλης Καραμούζος, πολύ γνωστός στη Μυτιλήνη σαν πλοίαρχος στο «Ιντι­άνα», της ατμοπλοΐας Χατζηνταούτ. Ζητά, μ’ εντολή του ναυάρχου, από τον διοικητή Εράμ βέη, που παρουσιάστηκε με ειδοποίηση του προξενικού διερμηνέα Φρυδά και του Ν. Παρίτση, την παράδοση της πόλης και του στρατού μέσα σε δυο ώρες. Η Μυτιλήνη κολυμπά στο γαλάζιο. Πελώριες ελληνικές σημαίες κυματίζουνε παντού. Ο ενθουσιασμός από το λαό στην προκυμαία, στους λιμενοβραχίονες είναι ακράτητος.

Συσκέψεις…

Ο διοικητής ζητά ολιγόλεπτη άδεια συνεννόησης με το νομάρχη Αρχιπελάγους (που εδρεύει στη Μυτιλήνη από την κατάληψη της έδρας του στη Ρόδο από τους Ιταλούς). Γυρίζει, και ύστερα από επιτακτική πρόσκληση από τον ανθυποπλοίαρχο Καραμούζο ανεβαίνει στην ατμάκατο μαζί με τον μητροπολίτη, τον δήμαρχο και τον διερμηνέα Νεστορίδη. Ο ναύαρχος Κουντουριώτης ζήτησε από τον διοικητή την παράδοση του νησιού, κι ο διοικητής προθεσμία ως τις 11 για συνεννόηση με το νομάρχη. Στις 10:30 ο νομάρχης, ο διοικητής, ο μητροπολίτης, ο δήμαρχος και όλοι οι πρόξενοι φτάνουνε με αμάξια στην προκυμαία, περνάνε στην ατμάκατο του Μελανδινού κι ανεβαίνουνε στη Ναυαρχίδα.

Ο νομάρχης, ύστερα από συνεννόηση που είχε κάνει με τον στρατιωτικό διοικητή, ζητά 24ωρη προθεσμία συνεννόησης με την τουρκική κυβέρνηση ή αν επιτρέπεται η αναχώρηση του τουρκικού στρατού με πλοία του ελληνικού στόλου στη μικρασιατική ακτή. Ο ναύαρχος απορρίπτει τις δυο προτάσεις του νομάρχη και δέχεται να δώσει προθεσμία ως τις 12:30 μετά το μεσημέρι για ν’ αποσυρθεί ο τουρκικός στρατός στο εσωτερικό του νησιού, να πολεμήσει για την τιμή των όπλων.

Ακριβώς, στη μισή, μέσα από βάρκες και φορτηγίδες που μ’ ενθουσιασμό προσφέρθηκαν βγαίνουνε στο λιμάνι., στην Πετρόσκαλα και στην Επάνω Σκάλα, οι ελευθερωτές της Λέσβου που τους περίμενε ο λαός να τους καμαρώσει, να τους ραντίσει με λουλούδια και με ρύζι. Στο μεταξύ, ο τουρκικός στρατός είχε φύγει, πήρε το δρόμο προς το εσωτερικό του νησιού. Έτσι η απόβαση έγινε χωρίς αντίσταση. Πρώτος πάτησε το χώ­μα στην ελεύθερη Λέσβο, στην αποβάθρα στο Μώλο, ο ανθυποπλοίαρχος Ρίτσος, επικεφαλής διλοχίας του πε­ζοναυτικού αγήματος. Ακούστηκε τότε το πρώτο ελληνικό στρατιωτικό παράγγελμα από το στόμα του, «πρώτη και δεύτερη διμοιρία, εμπρός προς αποβίβασιν!».

Το λαμπρό αυτό παλληκάρι, μετά ένα μήνα, έχυνε το τίμιο αίμα του για τη λευτεριά της Χίου. Σε λίγο μια με­γάλη ελληνική σημαία που παραχωρήθηκε από το προ­ξενείο, με τιμητική φρουρά τέσσερις πεζοναύτες του αποβατικού αγήματος, ανέβηκε στο Κιόσκι, στήθηκε υπερήφανα στον εξώστη της έδρας του νομάρχη, ενώ το άγημα παρουσίαζε όπλα και η ναυαρχίδα χαιρέτιζε το εθνικά γεγονός με 21 κανονιές. Το άγημα συνοδευότανε και από δυο πολυβόλα. Στήνονται απέναντι στο Κάστρο και συλλαμβάνονται αιχμάλωτοι οι απομείναντες βοηθητικοί Τούρκοι.

Αποβιβάζονται συνέχεια οι φαντάροι. Όλη η παρα­λία στο χακί. Είναι το τάγμα του ταγματάρχη Μανουσάκη μαζί με πολλούς Κρήτες εθελοντές. Στο διοικητήριο μ’ επισημότητα έγινε η εγκατάσταση των ελληνικά αρχών.

Ο πρώτος διοικητής

Ως στρατιωτικός και πολιτικός Διοικητής Νήσου διορίστηκε ο ταγματάρχης Μανουσάκης. Στρατιωτι­κός και πολιτικός Διοικητής πόλης Μυτιλήνης ο υπο­πλοίαρχος Κ. Μελάς. Ως σύμβουλος ο πρόξενος Γ. Καρα­τζάς. Το βράδυ κηρύχτηκε στρατιωτικός νόμος και τοιχοκολλήθηκαν οι σχετικές προκηρύξεις του νομάρχη και των διοικητών. Η δύναμη του στρατού που αποβιβά­στηκε δεν ξεπερνούσε τους 1.600, ενώ η τουρκική στρατιωτική δύναμη έφτανε τους 2.000 περίπου, εκτός από τους άτακτους.

Κρίθηκε σκόπιμο να ζητηθούν κι άλλες ενισχύσεις για να γίνει επίθεση κατά του τουρκικού στρατού και των Τούρκων ανταρτών που καταφύγανε σε αμυντικό στρατόπεδο, στα βουνά Κλαπάδου. Έτσι οι ελληνικές δυνάμεις σταθμεύσανε στα δυτικά υψώματα Μυτιλήνης με προφυλακές γύρω στην πόλη. Την ίδια νύχτα, στις 11, ο νομάρχης με το στόλο απέπλευσε για τη Θεσσαλονίκη. Στη Μυτιλήνη έμεινε μόνο μοίρα ευδρόμων, καταδρομικά.

Στις 10 Νοέμβρη, ναυτικό άγημα επιβιβάστηκε στο «Μακεδονία» με κυβερνήτη τον Δ. Τσουκαλά και κατέ­πλευσε στο Πλωμάρι, ύστερα από αίτηση των κατοίκων που έδωσαν στη διοίκηση οι τοπικές αρχές. Ο υποδιοικητής Μπαχά βέης παρέδωσε την κωμόπολη, όπου παρέ­μεινε φυλάκιο με υποκελευστή και τέσσερις ναύτες. Επειδή δεν κατορθώθηκε η απόβαση του αγήματος, για­τί είχε μεγάλη φουρτούνα, κι εξάλλου την άλλη μέρα η «Μακεδονία» έπρεπε να πάρει μέρος στην απόβαση για την κατάληψη της Χίου, απέπλευσε από το Πλωμάρι μαζί με το άγημα και καταλήφτηκε η Χίος.

Ένα μήνα μετά την απόβαση των ελληνικών δυνάμεων και με σκληρές μάχες στα βουνά της Λέσβου, το νησί ήταν ολόκληρο ελληνικό. Το ελληνικό ναυτικό στάθηκε ο κύριος ελευθερωτής της Λέσβου.

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Powered by CJ web | Made with love by CJ web, Creative web Journey